πᾶς

πᾶς
, πᾶσα, πᾶν+ A 1596-1689-1118-1129-1301=6833 Gn 1,21(bis).25.26(bis)
every (in sg.) Gn 1,21; all (in pl.) Gn 1,25; all, the whole (in sg.) Gn 1,26 (primo); τὸ πᾶν the universe Sir 42,17
πᾶσα σάρξ all flesh, everyone (semit., rendering MT רשׂכל־ב) Is 40,5; οὐ πᾶς not any, none Ps 142(143),2;
διὰ παντός continually Ex 27,20; ἐν παντί in every way or respect Sir 18,27
*Jb 29,8 πάντες all corr.? στάντες for MT קמו they stood up, they rose; *Ez 3,9 διὰ παντός always-תמיד? for MT מירשׁ diamond; *Am 6,2 πάντες all of them-נָהלֻּכָ כל for MT ַכְלנֵה Calneh; *Am 8,6 καὶ ἀπὸ παντός and from every kind-כל/מ/ו for MT מפל/ו and the refuse (of wheat); *Jb 19,27 πάντα all, the whole-כלילה? for MT כליתי my reins, my heart; *Prv 14,7 πάντα all things-כל? for MT לך go, leave; *Lam 2,22 πάντας all (of them)-ם/כל for MT כלם כלה destroyed them
Cf. SHIPP 1979 443.289.414; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πᾶς — papa masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • Πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. — πᾶς τις αὐτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ. См. Всякий сам себе ближе …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πάς — (II) ὁ, Α (κυπρ. τ.) βλ. παις. (III) ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) (στους Συρακοσίους) «πατήρ» …   Dictionary of Greek

  • Πᾶς γὰρ τὸ οἰκεῖον ἔργον ἀγαπᾷ μᾶλλον ἢ. — См. Всякому свое мило …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται. — См. На покляпое дерево и козы скачут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λα Πας — (La Ρaz). Πόλη (793.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Βολιβίας, διοικητική πρωτεύουσα του κράτους, καθώς επίσης και πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (133.985 τ. χλμ., 2.406.377 κάτ. το 2000). Βρίσκεται σε ύψος 3.625 μ., στους πρόποδες… …   Dictionary of Greek

  • Πέλοψ (-πας) — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου. Γιος του Ταντάλου και της Κλυτίας ή Διώνης, υπήρξε ο γενάρχης των Πελοπιδών. Ενώ ήταν ακόμα παιδί, κατακρεουργήθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος παράθεσε τα μέλη του σε συμπόσιο… …   Dictionary of Greek

  • πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντα — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”